- ἀκροδίκαιος
- ἀκροδίκαιοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακροδίκαιος — ἀκροδίκαιος, ον (AM) ο υπερβολικά δίκαιος, ακριβοδίκαιος* αρχ. αυτός που έχει βαθύτατη πίστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙΙ) + δίκαιος] … Dictionary of Greek
ἀκροδίκαιον — ἀκροδίκαιος masc/fem acc sg ἀκροδίκαιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροδίκαιοι — ἀκροδίκαιος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρο- — (I) Γλωσσ. α συνθετικό πλήθους συνθέτων τής Ελληνικής, αρχαίας και νέας, προερχόμενο από το επίθ. ἄκρος* ή τους ουσιαστικοποιημένους τύπους τού επιθέτου ἄκρα, η και ἄκρον, το. Τα σύνθετα τής κατηγορίας αυτής (ακρο Ι) σημαίνουν γενικά «τον… … Dictionary of Greek
δίκαιος — α και η, ο και δίκιος, α, ο (AM δίκαιος, α, ον) Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο») 2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος») 3. ο… … Dictionary of Greek